Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

ΤΟ ΒΕΝΕΡΑΤΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Νίκος Καζαντζάκης
"Καπετάν Μιχάλης"

Εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, σελ 485-486

Κατέχεις, αφεντικό ποιό 'ναι το μεγαλύτερο θεριό του κόσμου; Το λιοντάρι θα πεις. Καθόλου! Καθόλου! Ο άνθρωπος. Και θα μου πεις- γιατί; Γιατί πολεμάει και σκοτώνει Τούρκους, σαν τον μπάρμπα σου; ή γιατί σκαρφίστηκε, με τη συνεργία του διαόλου, άρματα και σκοτώνει τα λιοντάρια; Καθόλου μα καθόλου, να σου το πω εγώ: Είχα έναν μπάρμπα, τον έλεγαν, ο Θεός σχωρέσει τον, Αντρουλιό, μισή μερίδα, τον παρανόμιαζαν και Καλικάντζαρο, γιατί ’ταν κοντορεβιθούλης, ο δύστυχος, απόπιωμα του Θεού, σιχαίνουσαν να τον φτύσεις. Περπατούσε ,όχι δεν περπατούσε, αντζοπηδούσε σαν ακρίδαλος και σκλήριζε, γιατί πονούσαν τα νεφρά του, του κακομοίρη. Είχε λέει ,πέτρα, του παν οι γιατροί, και θα πεθάνει. Κι’ αυτός, μωρέ παιδί μου – τι ’ναι ο άνθρωπος- πήρε τον κασμά του και πήγε και διπλογονάτισε μπροστά από το βουνό που ναι απόξω από το χωριό του, το Βενεράτο. Τσίκ ! τσίκ !τσίκ! άρχισε να το πελεκάει. Ένα χρόνο, δύο χρόνια, τρία. Περνούσαν οι χωριανοί, το ’βλεπαν, χτυπούσαν τα γέλια. «Με το βουνό, μωρέ Αντρουλιό, τα ’βαλες ; - Με το βουνό, μαθές, θα το φάω!» απαντούσε αυτός και δε σήκωνε κεφάλι από τον κασμά του. Στον τρίτο χρόνο κίνησε να χτίζει στα πόδια του βουνού ένα σπίτι. «Μη χτίζεις μωρέ Αντρουλιό, το καλό που σου θέλω, σπίτι, όποιος χτίζει σπίτι παντρεύεται. – Αυτό θέλω κι εγώ, μασκαράδες, τους αποκρινόταν αυτός, να παντρευτώ. Να παντρευτώ , να κάμω παιδιά, να με βοηθήσουν , να ρίξω κάτω το βουνό.» Γελούσαν οι χωριανοί. « Ποιά, μωρέ θα σε πάρει, Καλικάντζαρε; του ’λεγαν. – Για το χατίρι των πολλών δεν απομένει κρέας στο χασαπιό! αποκρίνονταν αυτός, θα βρεθεί και για μένα ψουνιστής.» Έχτιζε το σπίτι, και μια μέρα πέρασε μια κοντοχωριανή χήρα, μονόγοφη και κακοειδού, μα νέα, μπήκε μέσα, είδε την αυλή, το κελάρι, την κουζίνα, τον οντά, της καλάρεσε το σπίτι. «Μωρέ Αντρουλιό, του κάνει, αρέσει μου το σπίτι – τι λες και του λόγου σου;» και του ’παιξε το μάτι. Ο μπάρμπας μου κατάλαβε∙ να μην τα πολυλογούμε , παντρεύτηκαν. Κοιμήθηκε μαζί της, καλά πέρασε τη νύχτα, μα και την άλλη μέρα πρωί πρωί, μαχμουρλής*, γύρισε το πρόσωπο του κατά το βουνό, πήρε τον κασμά του και άρχισε πάλι, τσίκ, τσίκ, τσίκ, να το πελεκάει, τσίκ, τσίκ, τσίκ, κάθε μέρα του 'τρωε και μια μπουκιά. Σώριασε πάλι τ'αγκωνάρια, άρχισε να κολνάει ένα παράσπιτο στο πρώτο σπίτι, να σηκώνει κι άλλον οντά, να φαρδαίνει την αυλή, να χτίζει και στάβλο." Μωρέ Αντρουλιό, έκαναν πάλι κοροϊδεύοντας οι χωριάτες, πολιτεία θα χτίσεις; - Πολιτεία, μαθές, αποκρίνουνταν αυτός, η γυναίκα μου είναι γκαστρωμένη - που θα βάλλω τα παιδιά μου; - Και δεν πονάς πια στα νεφρά σου; - Που να πονέσω μωρέ ακαμάτες ; δεν έχω καιρό." Πέρασαν χρόνια, δυο δυο τα γεννούσε η γυναίκα τα παιδιά, πελεκούσε αυτός, το βουνό το'χε γεμίσει σπηλιές και κουφάλες, το 'τρωγε, το 'τρωγε ο Αντρουλιός ολούθε, στην αρχή βλαστημούσε γιατί του αντιστέκουνταν, μα ύστερα είδε πως του ήταν καλοπόταγο και το αγάπησε και δεν μπορούσε πια να ζήσει μακριά του. Είχαν πια τα μαλλιά του μπάρμπα μου ψαρύνει, το κορμί του όλο και αδυνάτιζε και βρουκολάκιαζε, μα τα μπράτσα του όλο και χόντραιναν, κι οι χερούκλες του πλάταιναν και μάκραιναν, του ΄φταναν κάτω από τα γόνατα, δεν μπορούσε πια να σταθεί ορθός, καμπούριζε, κι οι χερούκλες του κρέμουνταν και καταχτυπούσαν τις πέτρες. Δεν μπορούσες να τον δεις και να μη σε πάρουν τα γέλια. Ήταν φτυστός σαν την μαϊμού _ έπρεπε να τη δεις! - που 'φερε πέρυσι ο πασάς στο Μεγάλο Κάστρο και στέκουνταν σούζα στο κλουβί της κι έκανε χάζι τους ανθρώπους... Τον έβλεπες σου λέω και γελούσες , μα σ' έπιανε και τρόμος∙ οι χωριανοί στέκουνταν τώρα από μακριά, που να ζυγώσουν! που μια μέρα άπλωσε τη χερούκλα του έπιασε από τον αστράγαλο ένα μαντράχαλο που γελούσε, τον έσφιξε, μετακουνήθηκαν τα κόκκαλα του, κι από τότε κουτσαίνει....
Μεγάλωσαν τα παιδιά του, ρίχτηκαν κι αυτά στο βουνό, το πελεκούσαν, το 'τρωγαν μπουκιά μπουκιά κι έχτιζαν∙ παντεύτηκαν, έκαμαν παιδιά, γέρασε πια ο μπάρμπα Αντρουλιός και ξόρνιασε , παραβάρυνε ο κασμάς∙ κι ένα βράδυ που γύριζε από το βουνό, ένιωσε πως έφτασε το τέλος του, ξάπλωσε στο στρώμα του, φώναξε τα παιδιά του και τ' αγγόνια, παράγγειλε να τον θάψουν μέσα στο βουνό και να του βάλλουτν να πάρει μαζί του και τον κασμά, σταύρωσε τις χερούκλες και ξεψύχησε... Αν τύχει και περάσεις αφεντικό μέσα από το Βενεράτο, βάλε να σου δείξουν τ' Αντρουλέικα∙ το σπίτι του μπάρμπα μου είναι τώρα κοτζάμ χωριό.... Κι ύστερα κάθεσαι και μου λες η αφεντιά σου....

* μαχμουρλής (τουρκικη λέξη) αυτός που μόλις ξύπνησε και βρίσκεται ακόμη υπό την επήρεια του ύπνου....ο νωθρός ...